- ἐλεοδύτης
- ἐλεοδύτης [ῠ], ου, ὁ,A sacrificial cook at Delos, Ath.4.173a.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ελεοδύτης — ἐλεοδύτης, ο (AM) υπηρέτης ή επιστάτης σε μαγειρείο αρχ. επίθετο τών Δηλίων που υπηρετούσαν ως μάγειροι κατά τα Δήλια … Dictionary of Greek
ἐλεοδύται — ἐλεοδύτης sacrificial cook masc nom/voc pl ἐλεοδύτᾱͅ , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεοδυτῶν — ἐλεοδύτης sacrificial cook masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐλεοδύτας — ἐλεοδύτᾱς , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc acc pl ἐλεοδύτᾱς , ἐλεοδύτης sacrificial cook masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)